ξέστερος

ξέστερος
η , ο см. ξάστερος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξέστερος" в других словарях:

  • ξέστερος — η, ο βλ. ξάστερος …   Dictionary of Greek

  • ξάστερος — και ξέστερος, η, ο 1. (για τον ουρανό) έναστρος ή ανέφελος, αίθριος 2. διαυγής, καθαρός 3. μτφ. ειλικρινής, άδολος, σαφής. επίρρ... ξάστερα και ξέστερα 1. καθαρά, σαφώς 2. χωρίς υποκρισία, ειλικρινά, ανυπόκριτα, σταράτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη… …   Dictionary of Greek

  • ξάστερος — ξάστερος, η, ο και ξέστερος, η, ο 1. ο χωρίς σύννεφα, ο έναστρος, ο αίθριος: Ξάστερος ουρανός. – Ξάστερη νύχτα. 2. καθαρός, άδολος, ανυπόκριτος, ειλικρινής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»